μητρώζω

μητρώζω
μητρῴζω (ΑΜ)
1. εορτάζω τα μυστήρια τής Κυβέλης
2. είμαι όμοιος με τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τῆς Κυβέλης» + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μητρωσμός — μητρῳσμός, δωρ. τ. ματρῳσμός, ὁ (Α) [μητρώζω] η εορτή προς τιμήν τής Κυβέλης …   Dictionary of Greek

  • πατρώζω — και πατρώζω Α βλ. πατριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός κατά το μητρῴζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”